Μάριος Αντωνίου wrote:
Εύχομαι ό,τι καλύτερο στην Τράπεζα του Ισραήλ κι η Βηθλεέμ μαζί σου...
ΑΝΕΚΔΟΤΟ (σε 4 μέρη)
ΜΕΡΟΣ Α
O γέρων Αβραάμ είναι στο κρεβάτι του πόνου.
Οι ώρες του είναι μετρημένες.
Σε λίγο πρόκειται να αφήσει την τελευταία του πνοή.
Στο δωμάτιο, παρ’ όλον ότι όλοι είναι εκεί συγκεντρωμένοι (η γυναίκα του η Σάρα, ο πρωτότοκος γιος του ο Ισαάκ, ο δευτερότοκος ο Ιακώβ, οι κόρες, όλα τα 13 παιδιά τέλος πάντων, οι σύζυγοι των παιδιών, και το στερνοπαίδι του ο Δαυίδ), δεν ακούγεται άχνα.
Κάποιο πνιχτό αναφυλλητό μόνο που και που σπάει τη δραματική σιωπή.
Στο κομοδίνο, καίει ήσυχα ένα κερί.
Ξαφνικά, στο σχεδόν σκοτεινό δωμάτιο, ακούγεται η ξεψυχισμένη φωνή του γέροντα:
«Σάρα…»
«Εδώ είμαι άντρα μου», λέει η Σάρα με ένα αναφυλλητό…
«Ισαάκ…»
«Εδώ είμαι πατέρα» λέει ο πρωτότοκος…
«Ιακώβ…»
«Εδώ είμαι πατέρα» λέει ο Ιακώβ…
Ο ετοιμοθάνατος Αβραάμ λέει ψιθυριστά όλα τα ονόματα. Όλοι του απαντούν, δηλώνοντας την παρουσία τους κοντά του, αυτές τις τελευταίες στιγμές της ζωής του…
Οπότε ο ετοιμοθάνατος γέρων, συγκεντρώνοντας τις τελευταίες του δυνάμεις, ανασηκώνεται όσο μπορεί απ το μαξιλάρι, και βάζει μια θυμωμένη φωνή:
«ΚΑΙ ΤΟΤΕ ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΣΤΟ ΜΑΓΑΖΙ?»
ΜΕΡΟΣ Β
Συναισθανόμενοι τα μέγεθος του λάθους τους, οι απόγονοι του γέροντα ένας-ένας, του φιλούν το χέρι, και βγαίνουν ήσυχα απ το δωμάτιο…
Τελευταίος μένει το στερνοπαίδι, ο Δαυίδ…
Του φιλάει κι αυτός το χέρι, και του λέει:
«Πατέρα…»
«Ναι παιδί μου Δαυίδ…» (σχεδόν δεν ακούγεται ο γέροντας).
«Να σου ζητήσω κάτι… Τώρα που φεύγω κι εγώ…» λέει ο Δαυίδ.
«…εε…» ψελλίζει ο γέρος.
«Τώρα που θα αφήσεις την τελευταία σου πνοή, στρίψε λίγο το κεφάλι, και άφησέ την προς το κομοδίνο, πατέρα... Να σβήσεις μ’ αυτή το κερί μας… Μη καίει τσάμπα!»
ΜΕΡΟΣ Γ
Ο πατέρας φωνάζει τον πρωτότοκο Ισαάκ και του γνεύει να πλησιάσει.
Με τις τελευταίες δυνάμεις που του απομένουν, βγάζει από την τσέπη του ένα ρολόι και με τη σβησμένη φωνή του ψελλίζει ότι το έχει κληρονομιά από τον προπάππου του. Ο Ιακώβ το κοιτάζει με μάτια που γυαλίζουν.
"Σ' αρέσει?" ρωτά ο πατέρας.
"Ναι πατέρα!" αποκρίνεται ο Ισαάκ.
"Πόσα δίνεις?" ρωτά ο πατέρας.
ΜΕΡΟΣ Δ
Αργότερα την ίδια μέρα, ο γέρων Αβραάμ άφησε τελικά την τελευταία του πνοή.
Την άλλη μέρα του θανάτου του πατέρα, ο Ιακώβ πηγαίνει στην τοπική εφημερίδα για να βάλει την αναγγελία του θανάτου.
«Παρακαλώ, ποια είναι η μικρότερη χρέωση για μία αγγελία θανάτου?»
«Δύο σέκελ , κύριε»
«ΟΚ, γράψε λοιπόν "Αβραάμ Κοέν πέθανε"».
«Έχετε υπ’ όψη σας, κύριε, πως με τα 2 σέκελ μπορείτε να γράψετε μέχρι 8 λέξεις στην αγγελία».
Ο Ιακώβ σκέφτεται μερικά δευτερόλεπτα και μετά λέει στην υπάλληλο:
«Ωραία, τότε γράψε:
-Αβραάμ Κοέν πέθανε,
πωλείται φορτηγάκι σε τιμή ευκαιρίας».